Μικρό Μοναστήρι

Μικρό Μοναστήρι
Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 12 μ., 1.460 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 40 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκηδόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • μοναστηράκι — Ονομασία δεκαπέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανδανίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 368 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού… …   Dictionary of Greek

  • μονύδριον — μονύδριον, τὸ (ΑΜ) μικρή μονή, μικρό μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονή + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • σκήτη — η 1. μικρό μοναστήρι. 2. ερημητήριο μοναχού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλανθρωπινών μονή — Μοναστήρι στο μικρό νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε από την περίφημη βυζαντινή οικογένεια των Φιλανθρωπινών. Αναφέρεται και ως μοναστήρι του Aγίου Νικολάου του Σπανού. Στο καθολικό του μοναστηριού, εικονίζονται ορισμένα μέλη της… …   Dictionary of Greek

  • δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

  • δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”